- κάμψαντες
- κάμπτωkam̃p-as: aor part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κάμψαντες — κάμπτω kam̃p as aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek